- υπόχροιος
- -ον, Μελαφρά χρωματισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -χροιος (< χροιά), πρβλ. λευκό-χροιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπόχρους — ουν, και ασυναίρ. τ. ὑπόχροος, ον, Μ ὑπόχροιος.* [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χρους / χροός (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. σύγ χρους] … Dictionary of Greek